μικρόχαρος

μικρόχαρος
-η, -ο
1. αυτός που χαίρεται με μικρά και ασήμαντα πράγματα: Είναι μικρόχαρος και παρά τη φτώχεια του δεν γκρινιάζει.
2. μικροπρεπής, πρόστυχος, χυδαίος: Δεν τη θέλουμε στην παρέα, γιατί είναι μικρόχαρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρόχαρος — η, ο και μικροχαρής, ές (Α μικροχαρής, ές) 1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα 2. μικροπρεπής, κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό χαρος …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροφιλόδοξος — η, ο 1. αυτός που έχει ασήμαντες φιλοδοξίες, που ικανοποιείται με ασήμαντα πράγματα, ο μικρόχαρος 2. αυτός που είναι μικρός, άσημος και συνάμα φιλόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μικροχαρής — ές (Α μικροχαρής, ές) βλ. μικρόχαρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”